- κρεμεζής
- -ιά, -ί (Μ κιρμιζής και κερμεζής, -ίν, ουδ. και χριμιζίν)1. κόκκινος, ερυθρός2. το ουδ. ως ουσ. το κρεμεζί ή χριμιζίντο κόκκινο χρώμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. κιρμιζής < αραβοτουρκ. kirmizi. Ο τ. κρεμεζής σχηματίστηκε με μετάθεση τού υγρού -ρ- και ανοικτότερη προφορά τού -ι- σε -ε-, λόγω τού παρακειμένου -ρ-, ενώ ο τ. χριμιζίν με μετάθεση τού ρ- και τροπή τού κλειστού ουρανικού -κ- σε διαρκές -χ-].
Dictionary of Greek. 2013.